αλιβάνιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλιβάνιστος | η | αλιβάνιστη | το | αλιβάνιστο |
| γενική | του | αλιβάνιστου | της | αλιβάνιστης | του | αλιβάνιστου |
| αιτιατική | τον | αλιβάνιστο | την | αλιβάνιστη | το | αλιβάνιστο |
| κλητική | αλιβάνιστε | αλιβάνιστη | αλιβάνιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλιβάνιστοι | οι | αλιβάνιστες | τα | αλιβάνιστα |
| γενική | των | αλιβάνιστων | των | αλιβάνιστων | των | αλιβάνιστων |
| αιτιατική | τους | αλιβάνιστους | τις | αλιβάνιστες | τα | αλιβάνιστα |
| κλητική | αλιβάνιστοι | αλιβάνιστες | αλιβάνιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αλιβάνιστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν τον έχουν λιβανίσει με λιβάνι, που δεν τον έχουν θυμιάσει
- ≈ συνώνυμα: αθυμιάτιστος, αθύμιαστος
- ≠ αντώνυμα: θυμιατισμένος, λιβανισμένος
- (κατ’ επέκταση) που δεν (έχει) πάει στην εκκλησία να λειτουργηθεί
- (μεταφορικά) που δεν τον έχουν κολακεύσει
- ≈ συνώνυμα: ακολάκευτος
- ≠ αντώνυμα: κολακευμένος, λιβανισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.