αληθώς ανέστη
Νέα ελληνικά (el)
- Αληθώς Ανέστη
- Αληθώς ανέστη
- αληθινώς ανέστη (παρωχημένο, σπάνιο)
Αναφορές
- αληθής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.