αλευροκοσκίνισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλευροκοσκίνισμα τα αλευροκοσκινίσματα
      γενική του αλευροκοσκινίσματος των αλευροκοσκινισμάτων
    αιτιατική το αλευροκοσκίνισμα τα αλευροκοσκινίσματα
     κλητική αλευροκοσκίνισμα αλευροκοσκινίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλευροκοσκίνισμα < αλεύρι + κοσκίνισμα

Ουσιαστικό

αλευροκοσκίνισμα ουδέτερο

  1. κοσκίνισμα αλεύρων
  2. η ενέργεια του αλευροκοσκινίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.