αλειτούργητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλειτούργητος | η | αλειτούργητη | το | αλειτούργητο |
| γενική | του | αλειτούργητου | της | αλειτούργητης | του | αλειτούργητου |
| αιτιατική | τον | αλειτούργητο | την | αλειτούργητη | το | αλειτούργητο |
| κλητική | αλειτούργητε | αλειτούργητη | αλειτούργητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλειτούργητοι | οι | αλειτούργητες | τα | αλειτούργητα |
| γενική | των | αλειτούργητων | των | αλειτούργητων | των | αλειτούργητων |
| αιτιατική | τους | αλειτούργητους | τις | αλειτούργητες | τα | αλειτούργητα |
| κλητική | αλειτούργητοι | αλειτούργητες | αλειτούργητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλειτούργητος < μεσαιωνική ελληνική αλειτούργητος < α- + λειτουργώ + -τος
Επίθετο
αλειτούργητος
- που δεν έχει πάει στη Θεία Λειτουργία
- (για ναό) που δεν τελείται Θεία Λειτουργία
- Ὁ ναΐσκος ὠρθοῦτο ἀκόμη, ἀλλ' ἤτον ἔρημος καὶ ἀλειτούργητος. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Η)
- που δεν έχει ευλογηθεί
- αθεόφοβος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.