αλατολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αλατολόγος | οι | αλατολόγοι |
| γενική | του | αλατολόγου | των | αλατολόγων |
| αιτιατική | τον | αλατολόγο | τους | αλατολόγους |
| κλητική | αλατολόγε | αλατολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αλατολόγος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.