αλατιέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλατιέρα | οι | αλατιέρες |
| γενική | της | αλατιέρας | — | |
| αιτιατική | την | αλατιέρα | τις | αλατιέρες |
| κλητική | αλατιέρα | αλατιέρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.laˈtçe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λα‐τιέ‐ρα
Ουσιαστικό
αλατιέρα θηλυκό
- (κουζινικά) μικρό δοχείο που περιέχει αλάτι και έχει πώμα με πολλές μικρές οπές, για να αλατίζουμε το σερβιρισμένο φαγητό
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αλάτι
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αλατοδοχείο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
