ακτινοσκοπώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακτινοσκοπώ < ἀκτινοσκοπῶ

Ρήμα

ακτινοσκοπώ

  1. διενεργώ εξέταση για πρόβλημα υγείας χρησιμοποιώντας ακτίνες Χ
  2. διερευνώ, εξετάζω κάτι με τη χρήση ακτινοβολίας

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.