ακτινοσκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακτινοσκοπώ < ἀκτινοσκοπῶ
Ρήμα
ακτινοσκοπώ
- διενεργώ εξέταση για πρόβλημα υγείας χρησιμοποιώντας ακτίνες Χ
- διερευνώ, εξετάζω κάτι με τη χρήση ακτινοβολίας
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ακτινοσκοπώ | ακτινοσκοπούσα | θα ακτινοσκοπώ | να ακτινοσκοπώ | ακτινοσκοπώντας | |
| β' ενικ. | ακτινοσκοπείς | ακτινοσκοπούσες | θα ακτινοσκοπείς | να ακτινοσκοπείς | (ακτινοσκόπει) | |
| γ' ενικ. | ακτινοσκοπεί | ακτινοσκοπούσε | θα ακτινοσκοπεί | να ακτινοσκοπεί | ||
| α' πληθ. | ακτινοσκοπούμε | ακτινοσκοπούσαμε | θα ακτινοσκοπούμε | να ακτινοσκοπούμε | ||
| β' πληθ. | ακτινοσκοπείτε | ακτινοσκοπούσατε | θα ακτινοσκοπείτε | να ακτινοσκοπείτε | ακτινοσκοπείτε | |
| γ' πληθ. | ακτινοσκοπούν(ε) | ακτινοσκοπούσαν(ε) | θα ακτινοσκοπούν(ε) | να ακτινοσκοπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ακτινοσκόπησα | θα ακτινοσκοπήσω | να ακτινοσκοπήσω | ακτινοσκοπήσει | ||
| β' ενικ. | ακτινοσκόπησες | θα ακτινοσκοπήσεις | να ακτινοσκοπήσεις | ακτινοσκόπησε | ||
| γ' ενικ. | ακτινοσκόπησε | θα ακτινοσκοπήσει | να ακτινοσκοπήσει | |||
| α' πληθ. | ακτινοσκοπήσαμε | θα ακτινοσκοπήσουμε | να ακτινοσκοπήσουμε | |||
| β' πληθ. | ακτινοσκοπήσατε | θα ακτινοσκοπήσετε | να ακτινοσκοπήσετε | ακτινοσκοπήστε | ||
| γ' πληθ. | ακτινοσκόπησαν ακτινοσκοπήσαν(ε) |
θα ακτινοσκοπήσουν(ε) | να ακτινοσκοπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ακτινοσκοπήσει | είχα ακτινοσκοπήσει | θα έχω ακτινοσκοπήσει | να έχω ακτινοσκοπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ακτινοσκοπήσει | είχες ακτινοσκοπήσει | θα έχεις ακτινοσκοπήσει | να έχεις ακτινοσκοπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ακτινοσκοπήσει | είχε ακτινοσκοπήσει | θα έχει ακτινοσκοπήσει | να έχει ακτινοσκοπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ακτινοσκοπήσει | είχαμε ακτινοσκοπήσει | θα έχουμε ακτινοσκοπήσει | να έχουμε ακτινοσκοπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ακτινοσκοπήσει | είχατε ακτινοσκοπήσει | θα έχετε ακτινοσκοπήσει | να έχετε ακτινοσκοπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ακτινοσκοπήσει | είχαν ακτινοσκοπήσει | θα έχουν ακτινοσκοπήσει | να έχουν ακτινοσκοπήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ακτινοσκοπούμαι | ακτινοσκοπούμουν | θα ακτινοσκοπούμαι | να ακτινοσκοπούμαι | ||
| β' ενικ. | ακτινοσκοπείσαι | ακτινοσκοπούσουν | θα ακτινοσκοπείσαι | να ακτινοσκοπείσαι | ||
| γ' ενικ. | ακτινοσκοπείται | ακτινοσκοπούνταν | θα ακτινοσκοπείται | να ακτινοσκοπείται | ||
| α' πληθ. | ακτινοσκοπούμαστε | ακτινοσκοπούμασταν ακτινοσκοπούμαστε |
θα ακτινοσκοπούμαστε | να ακτινοσκοπούμαστε | ||
| β' πληθ. | ακτινοσκοπείστε | ακτινοσκοπούσασταν ακτινοσκοπούσαστε |
θα ακτινοσκοπείστε | να ακτινοσκοπείστε | ακτινοσκοπείστε | |
| γ' πληθ. | ακτινοσκοπούνται | ακτινοσκοπούνταν | θα ακτινοσκοπούνται | να ακτινοσκοπούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ακτινοσκοπήθηκα | θα ακτινοσκοπηθώ | να ακτινοσκοπηθώ | ακτινοσκοπηθεί | ||
| β' ενικ. | ακτινοσκοπήθηκες | θα ακτινοσκοπηθείς | να ακτινοσκοπηθείς | ακτινοσκοπήσου | ||
| γ' ενικ. | ακτινοσκοπήθηκε | θα ακτινοσκοπηθεί | να ακτινοσκοπηθεί | |||
| α' πληθ. | ακτινοσκοπηθήκαμε | θα ακτινοσκοπηθούμε | να ακτινοσκοπηθούμε | |||
| β' πληθ. | ακτινοσκοπηθήκατε | θα ακτινοσκοπηθείτε | να ακτινοσκοπηθείτε | ακτινοσκοπηθείτε | ||
| γ' πληθ. | ακτινοσκοπήθηκαν ακτινοσκοπηθήκαν(ε) |
θα ακτινοσκοπηθούν(ε) | να ακτινοσκοπηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ακτινοσκοπηθεί | είχα ακτινοσκοπηθεί | θα έχω ακτινοσκοπηθεί | να έχω ακτινοσκοπηθεί | ακτινοσκοπημένος | |
| β' ενικ. | έχεις ακτινοσκοπηθεί | είχες ακτινοσκοπηθεί | θα έχεις ακτινοσκοπηθεί | να έχεις ακτινοσκοπηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ακτινοσκοπηθεί | είχε ακτινοσκοπηθεί | θα έχει ακτινοσκοπηθεί | να έχει ακτινοσκοπηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ακτινοσκοπηθεί | είχαμε ακτινοσκοπηθεί | θα έχουμε ακτινοσκοπηθεί | να έχουμε ακτινοσκοπηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ακτινοσκοπηθεί | είχατε ακτινοσκοπηθεί | θα έχετε ακτινοσκοπηθεί | να έχετε ακτινοσκοπηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ακτινοσκοπηθεί | είχαν ακτινοσκοπηθεί | θα έχουν ακτινοσκοπηθεί | να έχουν ακτινοσκοπηθεί | ||
Μεταφράσεις
ακτινοσκοπώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.