ακροπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακροπάθεια | οι | ακροπάθειες |
| γενική | της | ακροπάθειας | των | ακροπαθειών |
| αιτιατική | την | ακροπάθεια | τις | ακροπάθειες |
| κλητική | ακροπάθεια | ακροπάθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ακροπάθεια θηλυκό
Μεταφράσεις
ακροπάθεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.