ακράκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ακράκι | τα | ακράκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | ακράκι | τα | ακράκια |
| κλητική | ακράκι | ακράκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακράκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ακράκι ουδέτερο
- (ναυπηγικός όρος, ιδιωματισμός) η δευτεροτρόπιδα των ξύλινων σκαφών, ή λέμβων
Μεταφράσεις
ακράκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.