ακουαφόρτε
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακουαφόρτε < (άμεσο δάνειο) ιταλική acquaforte
Ουσιαστικό
ακουαφόρτε ουδέτερο άκλιτο
- χημική ουσία γνωστή ως νιτρικό οξύ
- ονομασία εμπορικού προϊόντος με κύριο συστατικό το υδροχλωρικό οξύ
Μεταφράσεις
ακουαφόρτε
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.