ακουαφόρτε

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακουαφόρτε < (άμεσο δάνειο) ιταλική acquaforte

Ουσιαστικό

ακουαφόρτε ουδέτερο άκλιτο

  1. χημική ουσία γνωστή ως νιτρικό οξύ
  2. ονομασία εμπορικού προϊόντος με κύριο συστατικό το υδροχλωρικό οξύ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.