ακονόπετρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακονόπετρα οι ακονόπετρες
      γενική της ακονόπετρας των ακονοπετρών
    αιτιατική την ακονόπετρα τις ακονόπετρες
     κλητική ακονόπετρα ακονόπετρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακονόπετρα < ακόνι + πέτρα

Ουσιαστικό

ακονόπετρα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.