αιολική διάλεκτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η αιολική διάλεκτος
      γενική της αιολικής διαλέκτου
    αιτιατική την αιολική διάλεκτο
     κλητική αιολκή διάλεκτε
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αιολική διάλεκτος <  δείτε τις λέξεις αιολικός και διάλεκτος

Πολυλεκτικός όρος

αιολική διάλεκτος θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.