αιμοσυγκολλητίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιμοσυγκολλητίνη οι αιμοσυγκολλητίνες
      γενική της αιμοσυγκολλητίνης των αιμοσυγκολλητινών
    αιτιατική την αιμοσυγκολλητίνη τις αιμοσυγκολλητίνες
     κλητική αιμοσυγκολλητίνη αιμοσυγκολλητίνες
Και γενική πληθυντικού σε -ίνων.
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αιμοσυγκολλητίνη < αιμο- + συγκολλητ(ής) + -ίνη, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική hemagglutinin < hem- ή haem- (αιμο-) + agglutinin

Ουσιαστικό

αιμοσυγκολλητίνη[1] θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αιμοσυγκολλητίνες -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.