αιματοκυλώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αιματοκυλώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
αιματοκυλώ και αιματοκυλίζω
- κυλάω κάποιους στο αίμα, προξενώ πολλούς θανάτους, μεγάλη αιματοχυσία
- αυτός ο εμφύλιος πόλεμος που αιματοκύλησε την Ελλάδα ...
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αιματοκυλάω - αιματοκυλώ | αιματοκυλούσα | θα αιματοκυλάω - αιματοκυλώ | να αιματοκυλάω - αιματοκυλώ | αιματοκυλώντας | |
| β' ενικ. | αιματοκυλάς | αιματοκυλούσες | θα αιματοκυλάς | να αιματοκυλάς | αιματοκύλα - αιματοκύλαγε | |
| γ' ενικ. | αιματοκυλάει - αιματοκυλά | αιματοκυλούσε | θα αιματοκυλάει - αιματοκυλά | να αιματοκυλάει - αιματοκυλά | ||
| α' πληθ. | αιματοκυλάμε - αιματοκυλούμε | αιματοκυλούσαμε | θα αιματοκυλάμε - αιματοκυλούμε | να αιματοκυλάμε - αιματοκυλούμε | ||
| β' πληθ. | αιματοκυλάτε | αιματοκυλούσατε | θα αιματοκυλάτε | να αιματοκυλάτε | αιματοκυλάτε | |
| γ' πληθ. | αιματοκυλάν(ε) - αιματοκυλούν(ε) | αιματοκυλούσαν(ε) | θα αιματοκυλάν(ε) - αιματοκυλούν(ε) | να αιματοκυλάν(ε) - αιματοκυλούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αιματοκύλησα | θα αιματοκυλήσω | να αιματοκυλήσω | αιματοκυλήσει | ||
| β' ενικ. | αιματοκύλησες | θα αιματοκυλήσεις | να αιματοκυλήσεις | αιματοκύλα - αιματοκύλησε | ||
| γ' ενικ. | αιματοκύλησε | θα αιματοκυλήσει | να αιματοκυλήσει | |||
| α' πληθ. | αιματοκυλήσαμε | θα αιματοκυλήσουμε | να αιματοκυλήσουμε | |||
| β' πληθ. | αιματοκυλήσατε | θα αιματοκυλήσετε | να αιματοκυλήσετε | αιματοκυλήστε | ||
| γ' πληθ. | αιματοκύλησαν αιματοκυλήσαν(ε) |
θα αιματοκυλήσουν(ε) | να αιματοκυλήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αιματοκυλήσει | είχα αιματοκυλήσει | θα έχω αιματοκυλήσει | να έχω αιματοκυλήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αιματοκυλήσει | είχες αιματοκυλήσει | θα έχεις αιματοκυλήσει | να έχεις αιματοκυλήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αιματοκυλήσει | είχε αιματοκυλήσει | θα έχει αιματοκυλήσει | να έχει αιματοκυλήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αιματοκυλήσει | είχαμε αιματοκυλήσει | θα έχουμε αιματοκυλήσει | να έχουμε αιματοκυλήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αιματοκυλήσει | είχατε αιματοκυλήσει | θα έχετε αιματοκυλήσει | να έχετε αιματοκυλήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αιματοκυλήσει | είχαν αιματοκυλήσει | θα έχουν αιματοκυλήσει | να έχουν αιματοκυλήσει |
| |
Μεταφράσεις
αιματοκυλώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.