αθερίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αθερίνα | οι | αθερίνες |
| γενική | της | αθερίνας | των | αθερινών |
| αιτιατική | την | αθερίνα | τις | αθερίνες |
| κλητική | αθερίνα | αθερίνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Η αθερίνα
Ετυμολογία
- αθερίνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀθερίνα < αρχαία ελληνική ἀθερίνη + -α (μετάπλαση σε θηλυκό)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.θeˈɾi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐θε‐ρί‐να
Ουσιαστικό
αθερίνα θηλυκό
- (ψάρι) είδος ψαριού με μήκος 10-18 εκατοστά και συναντάται και σε παραλίες
-
αθερίνα στη Βικιπαίδεια

Πηγές
- αθερίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.