αηδιάσει

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αηδιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αηδιάζω
  2. θα αηδιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αηδιάζω
  3. να αηδιάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αηδιάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.