αηδιάσει
Νέα ελληνικά
(el)
Ρηματικός τύπος
αηδιάσει
απαρέμφατο αορίστου του ρήματος
αηδιάζω
θα αηδιάσει
:
γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
αηδιάζω
να αηδιάσει
:
γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος
αηδιάζω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.