αζήτητα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αζήτητα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αζήτητος

Ουσιαστικό

αζήτητα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. αυτά που κανείς δεν τα ζήτησε, δεν τα χρειάστηκε, δεν τα επιθύμησε
  2. απωλεσθέντα αντικείμενα που μένουν σε κάποια αποθήκη χωρίς κανείς να τα ζητήσει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.