αζήτητα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αζήτητα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αζήτητος
Ουσιαστικό
αζήτητα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- αυτά που κανείς δεν τα ζήτησε, δεν τα χρειάστηκε, δεν τα επιθύμησε
- απωλεσθέντα αντικείμενα που μένουν σε κάποια αποθήκη χωρίς κανείς να τα ζητήσει
Μεταφράσεις
αζήτητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.