αεροπειρατεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αεροπειρατεία | οι | αεροπειρατείες |
| γενική | της | αεροπειρατείας | των | αεροπειρατειών |
| αιτιατική | την | αεροπειρατεία | τις | αεροπειρατείες |
| κλητική | αεροπειρατεία | αεροπειρατείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αεροπειρατεία < αερο- + πειρατεία, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική air piracy [1]
Συγγενικά
Αναφορές
- αεροπειρατεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.