αεροπειρατή
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αεροπειρατή αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του αεροπειρατής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.