αεροδίνητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αεροδίνητος η αεροδίνητη το αεροδίνητο
      γενική του αεροδίνητου της αεροδίνητης του αεροδίνητου
    αιτιατική τον αεροδίνητο την αεροδίνητη το αεροδίνητο
     κλητική αεροδίνητε αεροδίνητη αεροδίνητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αεροδίνητοι οι αεροδίνητες τα αεροδίνητα
      γενική των αεροδίνητων των αεροδίνητων των αεροδίνητων
    αιτιατική τους αεροδίνητους τις αεροδίνητες τα αεροδίνητα
     κλητική αεροδίνητοι αεροδίνητες αεροδίνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αεροδίνητος < αεροδίνη + -τος

Επίθετο

αεροδίνητος, -η, -ο

  1. που στροβιλίζεται στον αέρα
  2. που παρασύρεται από τον αέρα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.