αδιαφιλονίκητα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αδιαφιλονίκητα < αδιαφιλονίκητος
Επίρρημα
αδιαφιλονίκητα
- κατά τρόπο αδιαφιλονίκητο, χωρίς να υπάρχει καμιά αντίρρηση
- ήταν αδιαφιλονίκητα ο πρωταγωνιστής της βραδιάς
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αδιαφιλονίκητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.