αδαμαντοποίκιλτου
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αδαμαντοποίκιλτου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του αδαμαντοποίκιλτος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του αδαμαντοποίκιλτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.