αδένωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αδένωμα τα αδενώματα
      γενική του αδενώματος των αδενωμάτων
    αιτιατική το αδένωμα τα αδενώματα
     κλητική αδένωμα αδενώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αδένωμα < αδένας

Ουσιαστικό

αδένωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.