αγυιόπαιδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγυιόπαιδο τα αγυιόπαιδα
      γενική του αγυιόπαιδου των αγυιόπαιδων
    αιτιατική το αγυιόπαιδο τα αγυιόπαιδα
     κλητική αγυιόπαιδο αγυιόπαιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγυιόπαιδο < (καθαρεύουσα) αγυιόπαις < ἀγυιά + παῖς / παιδί, μορφολογικά αναλύεται αγυι(ά) + -ο- + -παιδο

Ουσιαστικό

αγυιόπαιδο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.