αγριογαρίφαλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγριογαρίφαλο τα αγριογαρίφαλα
      γενική του αγριογαρίφαλου των αγριογαρίφαλων
    αιτιατική το αγριογαρίφαλο τα αγριογαρίφαλα
     κλητική αγριογαρίφαλο αγριογαρίφαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγριογαρίφαλο < (άγριος) αγριο- + γαρίφαλο

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣɾi.o.ɣaˈɾi.fa.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγριογαρίφαλο

Ουσιαστικό

αγριογαρίφαλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.