αγναντεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγναντεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγναντεύω < επίρρημα ἀγνάντ(ια) + -εύω [1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣnanˈde.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγναντεύω

Ρήμα

αγναντεύω, αόρ.: αγνάντεψα (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

  • αγναντέβγω
  • αγναντέβγου
  • αγναντιάζω
  • αναντιάζω
  • ξανοίγω[3] (ιδιωματικό)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη αγνάντια

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αγναντεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αγναντεύω -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 13. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2021-07-28.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.