αγκύρας
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό και
Κύριο όνομα
αγκύρας και Αγκύρας άκλιτο αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο πχ ο [γάτος] αγκύρας
- γάτα, κατσίκα ή κουνέλι μακρύτριχης ράτσας
- μάλλινη κλωστή και ρούχα από τρίχωμα κατσίκας ή κουνελιού αγκύρας
- (σχεδόν πάντα για το μαλλί του κουνελιού Αγκύρας [για την κατσίκα: mohair])
- χαρακτηριστικά μαλλιού: απαλό, εύμ[ε]ικτο με άλλες ίνες, χρωμ[ατ]οαπορροφητικό, μεταξώδες, λεπτό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.