αγκύρας

Νέα ελληνικά (el)

Ουσιαστικό και Κύριο όνομα

αγκύρας και Αγκύρας άκλιτο αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο πχ ο [γάτος] αγκύρας

  1. γάτα, κατσίκα ή κουνέλι μακρύτριχης ράτσας
  2. μάλλινη κλωστή και ρούχα από τρίχωμα κατσίκας ή κουνελιού αγκύρας
    • (σχεδόν πάντα για το μαλλί του κουνελιού Αγκύρας [για την κατσίκα: mohair])
    • χαρακτηριστικά μαλλιού: απαλό, εύμ[ε]ικτο με άλλες ίνες, χρωμ[ατ]οαπορροφητικό, μεταξώδες, λεπτό

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αγκύρας θηλυκό

  1. γενική ενικού του άγκυρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.