αγιοστέφανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγιοστέφανο τα αγιοστέφανα
      γενική του αγιοστέφανου των αγιοστέφανων
    αιτιατική το αγιοστέφανο τα αγιοστέφανα
     κλητική αγιοστέφανο αγιοστέφανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγιοστέφανο < αγιο- + στέφανο

Ουσιαστικό

αγιοστέφανο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.