αβολιδοσκόπητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβολιδοσκόπητος η αβολιδοσκόπητη το αβολιδοσκόπητο
      γενική του αβολιδοσκόπητου της αβολιδοσκόπητης του αβολιδοσκόπητου
    αιτιατική τον αβολιδοσκόπητο την αβολιδοσκόπητη το αβολιδοσκόπητο
     κλητική αβολιδοσκόπητε αβολιδοσκόπητη αβολιδοσκόπητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβολιδοσκόπητοι οι αβολιδοσκόπητες τα αβολιδοσκόπητα
      γενική των αβολιδοσκόπητων των αβολιδοσκόπητων των αβολιδοσκόπητων
    αιτιατική τους αβολιδοσκόπητους τις αβολιδοσκόπητες τα αβολιδοσκόπητα
     κλητική αβολιδοσκόπητοι αβολιδοσκόπητες αβολιδοσκόπητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αβολιδοσκόπητος < α- στερητικό + βολιδοσκοπώ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Επίθετο

αβολιδοσκόπητος -η -ο

  • (ναυτ. ορολ.)(κυριολ.) ο βυθός που δεν έχει βολιδοσκοπηθεί, δηλαδή βυθομετρηθεί με ρίψη βολίδας, ο αβολίδωτος
  • ο πολύ βαθύς βυθός
  • (επί ανθρώπων) εκείνος που οι σκέψεις ή/και οι διαθέσεις του, δεν έχουν ή δεν μπορούν να διερευνηθούν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.