αβλαβώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αβλαβώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀβλαβῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε αβλαβ(ής) + -ώς.

Προφορά

ΔΦΑ : /a.vlaˈvos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβλαβώς

Επίρρημα

αβλαβώς

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.