αβανιάρη
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
γενική
ενικού
του
αβανιάρης
αβανιάρης
, στην αιτιατική του ενικού
αβανιάρης
, στην κλητική του ενικού
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.