αβάδιστα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αβάδιστα < αβάδιστος +

Επίρρημα

αβάδιστα

  1. χωρίς να (μπορεί να) περπατήσει
  2. χωρίς κόπο
     συνώνυμα: άκοπα
    Αβάδιστα θα μπορούσε να αυξήσει τα έσοδα φορολογίας από τις επιχειρήσεις η νέα κυβέρνηση, σύμφωνα με παλαιά καραβάνα των δημόσιων οικονομικών. (*)
  3. χωρίς να (μπορούμε να) τον διαβούμε ή τον προσεγγίσουμε

Σημειώσεις

  • πρόκειται για λέξη που ταξινομείται κοντά στην αρχή μιας λίστας, γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στην αρχή μικρών αγγελιών, ιδίως ερωτικού περιεχομένου

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.