ίσχαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ίσχαση οι ισχάσεις
      γενική της ίσχασης* των ισχάσεων
    αιτιατική την ίσχαση τις ισχάσεις
     κλητική ίσχαση ισχάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ισχάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ίσχαση < ισχάζω + -ση < αρχαία ελληνική ἴσχω < ἔχω

Ουσιαστικό

ίσχαση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.