έχει ο Θεός

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

έχει ο Θεός < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση

έχει ο Θεός

  1. υποδεικνύει ελπίδα, όταν αισθανόμαστε κάποια αδυναμία να δώσουμε μια λύση, δηλαδή ότι κάτι μπορεί να γίνει, ίσως τυχαία, ίσως νομοτελειακά ή ίσως με θεία παρέμβαση
    να περάσει αυτός ο δύσκολος μήνας και μετά έχει ο Θεός, κάπως θα τα βολέψουμε

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.