άφτρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άφτρα οι άφτρες
      γενική της άφτρας των αφτρών
    αιτιατική την άφτρα τις άφτρες
     κλητική άφτρα άφτρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άφτρα (1-3) < (ελληνιστική κοινή) ἅπτρα < αρχαία ελληνική ἅπτω
άφτρα (4) < μεσαιωνική ελληνική άφθρα < αρχαία ελληνική ἄφθα

Ουσιαστικό

άφτρα θηλυκό

  1. προσάναμμα
  2. καύτρα
  3. φιτίλι
  4. (ιατρική) άφθα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.