άστραμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άστραμμα | τα | αστράμματα |
| γενική | του | αστράμματος | των | αστραμμάτων |
| αιτιατική | το | άστραμμα | τα | αστράμματα |
| κλητική | άστραμμα | αστράμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άστραμμα < αστράπτω
Ουσιαστικό
άστραμμα ουδέτερο
- ξαφνική και ζωηρή λάμψη
- εκεί που περπατούσα στο δρόμο, είδα ένα άστραμμα και τότε κατάλαβα ότι επρόκειτο να βρέξει
Μεταφράσεις
άστραμμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.