Χαϊδάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Χαϊδάρι τα Χαϊδάρια
      γενική του Χαϊδαρίου των Χαϊδαρίων
    αιτιατική το Χαϊδάρι τα Χαϊδάρια
     κλητική Χαϊδάρι Χαϊδάρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Χαϊδάρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική Haydar (paşa) + [1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /xai̯ˈða.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χαϊδάρι

Κύριο όνομα

Η θέση του Χαϊδαρίου στην Αττική

Χαϊδάρι ουδέτερο

  • προάστιο της Αθήνας
      Ἔκαναν μπλόκο οἱ Γερμανοί, ἔστελναν νέους καὶ γέρους στὸ Χαϊδάρι κι ἀπὸ κεῖ ἄλλοι στοιβάζονταν σὰν τὰ ζῶα σὲ βαγόνια γιὰ τὴ Γερμανία, κι ἄλλοι ξανάρχονταν στὰ σφαιριστήρια τῆς Καισαριανῆς γιὰ νὰ ἐκτελεστοῦν (Λ. Ι. Τ., Φεύγεις..., στο περιοδικό Νέα Εστία τχ. 1045 (15 Ιανουαρίου 1971), τόμ. 89, σελ. 112)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Κώστας Η. Μπίρης, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών (Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, 32006, ISBN 960-214445-9)
  2. Γιάννης Καιροφύλας, Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων, (Αθήνα: Φιλιππότη, 1995)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.