Χατζατζάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Χατζατζάρης | οι | Χατζατζάρηδες |
| γενική | του | Χατζατζάρη | των | Χατζατζάρηδων |
| αιτιατική | τον | Χατζατζάρη | τους | Χατζατζάρηδες |
| κλητική | Χατζατζάρη | Χατζατζάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Χατζατζάρης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /xa.d͡zaˈd͡zdza.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χα‐τζα‐τζά‐ρης
Κύριο όνομα
Χατζατζάρης αρσενικό
- (οικείο) ανδρικό όνομα, ο Χατζηαβάτης του θεάτρου σκιών, όπως τον αποκαλεί χαϊδευτικά συνήθως ο Καραγκιόζης
- ※ «ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: — Φτώχεια, Χατζατζάρη μου, φτώχεια καταραμένη. ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Κι εγώ, Καραγκιόζη μου, έχω δέκα μέρες να σταυρώσω δεκάρα στην τσέπη μου
- ιστορία: Το χάνι του Μπαρμπαγιώργου (1925) του Αντώνη Μόλλα. Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας Α΄ Γυμνασίου. 2010, ISBN 960-06-1903-4· διαθέσιμο στο @ebooks.edu.gr· πρόσβαση: 2020-12-14.
- ※ «ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: — Φτώχεια, Χατζατζάρη μου, φτώχεια καταραμένη. ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ — Κι εγώ, Καραγκιόζη μου, έχω δέκα μέρες να σταυρώσω δεκάρα στην τσέπη μου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.