Χαρτουλάριος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Χαρτουλάριος < χαρτουλάριος ανώτερος κρατικός υπάλληλος στο Βυζάντιο[1]

Κύριο όνομα

Χαρτουλάριος αρσενικό

Μεταγραφές

Αναφορές

  1. Χαρτουλάριος σελ.203 - Συμεωνίδης, Χαράλαμπος. (2015) Παράρτημα: Αρχαία ελληνικά τοπωνύμια και επώνυμα..., [έως και νεότερα επώνυμα, ετυμολογίες], σελ.195-207 στο Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα (συλλογικό, επιμ. Κανάκης, Γεώργιος Κ.) Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015 pdf.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.