Χαρτουλάρη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Χαρτουλάρη < γενική ενικού του αρσενικού Χαρτουλάρης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Chartoulari
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Χαρτουλάρη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Χαρτουλάρης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.