Χέιμνταλ

Ο Χέιμνταλ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Χέιμνταλ < Heimdallr < Heim(κόσμος) + επίθεμα dallr αβέβαιης προέλευσης, ίσως σημαίνει πόλος, ίσως φωτεινός

Κύριο όνομα

Χέιμνταλ αρσενικό άκλιτο

  • (σκανδιναβική μυθολογία) θεότητα των Εσίρ. Ήταν φύλακας των θεών θεός και ο ίδιος, γιος εννέα διαφορετικών γυναικών των εννέα κορών του Εγκίρ. Αδέλφια του οι Μπαλντρ, Χοντ, Βέκτα, Χέρμοντ, Τιρ, Βίνταρ, Βάλι και Σκγιολντρ, ίσως και ο Θορ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.