Φώτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Φώτης | οι | Φώτηδες |
| γενική | του | Φώτη | των | Φώτηδων |
| αιτιατική | τον | Φώτη | τους | Φώτηδες |
| κλητική | Φώτη | Φώτηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Φώτης < Φώτιος < μεσαιωνική ελληνική Φώτιος < αρχαία ελληνική Φώτιος < φάος / φῶς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfo.tis/
Κύριο όνομα
Φώτης αρσενικό
Συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη φως
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.