Φωτόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Φωτόπουλος | οι | Φωτόπουλοι & Φωτοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Φωτόπουλου & Φωτοπούλου |
των | Φωτόπουλων2 & Φωτοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Φωτόπουλο | τους | Φωτόπουλους3 & Φωτοπουλαίους |
| κλητική | Φωτόπουλε | Φωτόπουλοι & Φωτοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Φωτοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Φωτοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /foˈto.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φω‐τό‐που‐λος
Μεταγραφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.