Φαίακες

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Φαίακες < Φαίαξ (ο γενάρχης των Φαιάκων)

Κύριο όνομα

Φαίακες αρσενικό στον πληθυντικό

Εκφράσεις

  • Φαίαξ (στον ενικό & μυθολογικό πρόσωπο)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.