Υεμένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Υεμένιος | οι | Υεμένιοι |
| γενική | του | Υεμένιου | των | Υεμένιων |
| αιτιατική | τον | Υεμένιο | τους | Υεμένιους |
| κλητική | Υεμένιε | Υεμένιοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.eˈme.ni.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Υ‐ε‐μέ‐νι‐ος
Ουσιαστικό
Υεμένιος αρσενικό (θηλυκό Υεμένια)
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από την Υεμένη
Μεταφράσεις
Υεμένιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.