Υάκινθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Υάκινθος οι Υάκινθοι
      γενική του Υάκινθου
& Υακίνθου
των Υάκινθων
& Υακίνθων
    αιτιατική τον Υάκινθο τους Υάκινθους
& Υακίνθους
     κλητική Υάκινθε Υάκινθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Υάκινθος < αρχαία ελληνική Ὑάκινθος < ὑάκινθος < προελληνική

Κύριο όνομα

Υάκινθος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) πολύ όμορφος νέος από τις λακωνικές Αμύκλες, ευνοούμενος του θεού Απόλλωνα, τον οποίο ο θεός σκότωσε κατά λάθος
  2. ανδρικό όνομα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.