Τόλιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τόλιος | οι | Τόλιοι |
| γενική | του | Τόλιου | των | Τόλιων |
| αιτιατική | τον | Τόλιο | τους | Τόλιους |
| κλητική | Τόλιο | Τόλιοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τόλιος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈto.ʎos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τό‐λιος
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Tolios
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.