Τόλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τόλης | οι | Τόληδες |
| γενική | του | Τόλη | των | Τόληδων |
| αιτιατική | τον | Τόλη | τους | Τόληδες |
| κλητική | Τόλη | Τόληδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Τόλης
|
|
Ετυμολογία 2
- Τόλης < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.