Τόγκο
Νέα ελληνικά
(el)
Τόγκο
Ετυμολογία
Τόγκο
<
→
λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Τόγκο
ουδέτερο
χώρα
της
Αφρικής
Τόγκο
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
Τόγκο
αγγλικά
:
Togo
(en)
γερμανικά
:
Togo
(de)
λιθουανικά
:
Togas
(lt)
πολωνικά
:
Togo
(pl)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.