Τσώνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τσώνης | οι | Τσώνηδες |
| γενική | του | Τσώνη | των | Τσώνηδων |
| αιτιατική | τον | Τσώνη | τους | Τσώνηδες |
| κλητική | Τσώνη | Τσώνηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τσώνης : ορθογραφικός εξελληνισμός-εξαρχαϊσμός του Τσόνης (ο > ω)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈt͡so.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσώ‐νης
- ομόηχο: Τσόνης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Tsonis
Αναφορές
- Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 128.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.